αιφνιδιαστικός

αιφνιδιαστικός
η , ό[ν] , αιφνίδιος, ος и ία , ον внезапный, неожиданный;

αιφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;

αιφνιδιαστική επίθεση — неожиданное нападение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιφνιδιαστικός" в других словарях:

  • αιφνιδιαστικός — ή, ό ξαφνικός, αυτός που έχει το γνώρισμα του αιφνιδιασμού: Αιφνιδιαστικός έλεγχος της αστυνομίας στα καταστήματα τροφίμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιφνιδιαστικός — ή, ό [αιφνιδιάζω] 1. αυτός που συμβαίνει απροσδόκητα, που γίνεται με αιφνιδιασμό 2. αυτός που αναφέρεται σε αιφνιδιασμό …   Dictionary of Greek

  • αιφνιδιάζω — (Μ αἰφνιδιάζω) 1. ενεργώ αιφνιδιαστικά, κάνω αιφνιδιασμό, καταλαμβάνω εξ απροόπτου (ιδίως για στρατιωτική ενέργεια). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιφνίδιος. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιασμός νεοελλ. αιφνιδιαστικός] …   Dictionary of Greek

  • λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»